ἐστρώννυον

ἐστρώννυον
στόρεννυμι
imperf ind act 3rd pl
στόρεννυμι
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοιβάδα — η / στοίβας, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. στοίβα 2. στρώμα, στιβάδα αρχ. κλαδιά ή φύλλα δένδρων για στρώσιμο («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”